ἀβαρῆ

ἀβαρῆ
ἀβαρής
without weight
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀβαρής
without weight
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀβαρής
without weight
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αβαρή ρευστά — Στη φυσική, στοιχεία που πίστευαν άλλοτε ότι υπάρχουν ανάμεσα σε δύο ουσίες και με τα οποία εξηγούσαν διάφορα φαινόμενα (ηλεκτρικά, φωτεινά, μαγνητικά, θερμογόνα)· πίστευαν δηλαδή ότι για να έχουμε ένα τέτοιο φαινόμενο, που είναι αποτέλεσμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”